georgatos

«Δεν γίνεται μεταρρύθμιση με “επιτροπές ανοήτων”»

Το ακαδημαϊκό και ερευνητικό βιογραφικό του είναι υψηλού κύρους. Ο Σπύρος Γεωργάτος έχει σπουδάσει, διδάξει και εργαστεί σε κορυφαία Ιδρύματα της Αμερικής και της Ευρώπης.

Αφού τέλειωσε την Ιατρική στην Ελλάδα, μετεκπαιδεύτηκε στη Βιολογία στο Caltech και το Yale, υπηρέτησε στο Rockefeller μαζί με τον νομπελίστα Γκίντερ Μπλόμπελ, υπήρξε επικεφαλής ερευνητικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας (ΕΜBL) στη Γερμανία και έχει εκλεγεί τακτικό μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (ΕΜΒΟ).

Οταν γύρισε στην Ελλάδα, για συναισθηματικούς –όπως λέει– λόγους, ξεκίνησε από την Κρήτη. Από το 2003 διδάσκει στα Ιωάννινα.

Η πολιτική του δραστηριότητα, κι αυτή έντονη όπως η επιστημονική, τον έφερε πρόσφατα στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής.

Είναι σύμβουλος του αν. υπουργού Ερευνας Κώστα Φωτάκη, μέλος της Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία και ειδικότερα μέλος της υποεπιτροπής που ανέλαβε να σχεδιάσει τον νέο, ενιαίο χώρο ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας μαζί με τον καθηγητή Κώστα Γαβρόγλου.

Είχαμε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία που ίσως χρειαστεί να τη θυμηθούμε όταν θα έχει ολοκληρωθεί το εγχείρημα της αναδιαμόρφωσης του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης.

Ποιες εκτιμάτε ότι θα είναι οι σημαντικότερες δυσκολίες συγκρότησης του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας;

Οπως πάντα, οι αντιδράσεις από μικροεξουσίες, συντεχνιακά κυκλώματα, πελατείες, αλλά και η «μεταρρυθμιστική αδράνεια» μιας μερίδας του επιστημονικού προσωπικού.

Πιστεύω ωστόσο ότι οι όποιες αντιδράσεις θα καμφθούν όταν γίνει σαφέστερο ότι ο ενιαίος χώρος εξυπηρετεί μια εθνική στρατηγική και ότι κανένας στην εκπαιδευτική-ερευνητική κοινότητα ή τους φοιτητές δεν πρόκειται να βγει χαμένος.

⚫  Εχετε δεχτεί πιέσεις; Με τι τρόπο; Εχουν επηρεάσει και την εσωτερική διαβούλευση; Γνωρίζουμε, άλλωστε, πως έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις ακόμα και μεταξύ επιτελικών παραγόντων της διαδικασίας διαλόγου.

Θα ήταν αφύσικο να μην υπάρξουν διαφωνίες σ’ έναν τέτοιο διάλογο.

Ομως, υπέπεσαν στην αντίληψή μου ισχυρές πιέσεις από «ενδιαφερόμενους» –γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;

Υπήρξαν διάφορες «φιλικές συστάσεις» εκλεκτών συναδέλφων, «χρήσιμες επισημάνσεις» από τοπικούς και πολιτικούς παράγοντες και ένας «χωριστικός λόγος» που διατύπωσαν από την αρχή ορισμένα μέλη της διοίκησης των ΤΕΙ με τη συνηγορία κοινοβουλευτικών στελεχών της αντιπολίτευσης.

Και ξέρετε, τέτοιες πιέσεις ασκούνται πολλές φορές με έναν λογικοφανή τρόπο, επισημαίνοντας κάθε φορά την «τεράστια αναστάτωση» που θα προκύψει αν γίνει ετούτο ή το άλλο.

Υπάρχει επίσης η αίσθηση του προσωπικού κόστους, πολιτικού, ψυχολογικού κ.λπ.

Το πιο δύσκολο όμως δεν ήταν αυτό. Επρεπε να ελέγξουμε κάπως την έμφυτη τάση που έχουν οι πανεπιστημιακοί να παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά και να μην αναγνωρίζουν εύκολα μια ιδέα που προέρχεται από τον άλλο.

Ισχύει εδώ κατά κόρον αυτό που λένε οι Αμερικανοί: Αν είναι καλό δεν είναι δικό σου, κι αν είναι δικό σου δεν είναι καλό.

Αυτά έχουν οι «επιτροπές σοφών», αλλά δεν γίνεται μεταρρύθμιση με «επιτροπές ανοήτων»!

⚫  Η προτεινόμενη αναμόρφωση του χώρου των ΤΕΙ ισοδυναμεί με μεταμόρφωση του χώρου, αλλά όχι ίδια για όλα τα Ιδρύματα, γεγονός αναμενόμενο αφού δεν έχουν όλα την ίδια δυναμική. Οι έντονες αντιδράσεις των ιδρυμάτων, πέρα από τον συσχετισμό με κάθε λογής συμφέροντα, οφείλονται και στην ανησυχία για συρρίκνωση, απολύσεις, απαξίωση. Οσες αλλαγές έγιναν στο παρελθόν δεν ξέφυγαν ούτε από τους πελατειακούς δεσμούς ούτε από την πολιτική ομηρία, ούτε όμως και από την πολιτική αυθαιρεσία. Εσείς πώς θα τα βγάλετε πέρα;

Προσεγγίσαμε το πρόβλημα των ΤΕΙ με πολλή προσοχή, συλλέξαμε στοιχεία και διαβουλευτήκαμε με αξιόλογους συναδέλφους που υπηρετούν σε αυτά τα ιδρύματα.

Οι ενοποιήσεις και οι αναδιατάξεις που προτείνονται έχουν συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τις διαχωρίζουν από οτιδήποτε άλλο έχει επιχειρηθεί σε προηγούμενες περιόδους.

Πρώτον, προτείνουμε εθελούσιες εντάξεις Τμημάτων των ΤΕΙ στα Πανεπιστήμια, επί ίσοις όροις, αν βέβαια πληρούνται ορισμένα ακαδημαϊκά κριτήρια που θα διαπιστωθούν αντικειμενικά από επιτροπή εμπειρογνωμόνων.

Δεύτερον, ακόμη και Τμήματα ΤΕΙ που δεν συγκεντρώνουν αυτές τις προϋποθέσεις δεν πρόκειται να καταργηθούν, αλλά θα αλλάξουν ρόλο όπως αυτά θεωρούν πιο πρόσφορο μέσα στο πλαίσιο ενός Πανεπιστημίου ή μέσα στο καινούργιο τοπίο που θα προκύψει στον χώρο των τεχνολογικών ιδρυμάτων.

Κανείς δεν απολύεται, κανείς δεν μετακινείται παρά τη θέλησή του, αλλά και κανείς δεν εμποδίζεται να βρει ένα νέο σημείο ισορροπίας και να αναβαθμιστεί σε κάτι καλύτερο, αν έχει τις προϋποθέσεις.

Πολιτικό κόστος έχει το οτιδήποτε είναι πραγματικά ρηξικέλευθο και καινοτόμο.

Το ζήτημα όμως είναι τι ωφελεί στο τέλος την κοινωνία, όχι τι ωφελεί το ένα ή το άλλο κόμμα ή τον έναν ή τον άλλο παράγοντα.

Οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους στα ΑΕΙ –και οι ίδιοι οι φοιτητές– έχουν την απαίτηση το πτυχίο που απονέμεται να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, χωρίς να είναι ούτε υπερτιμημένο ούτε υποτιμημένο στην αγορά εργασίας.

Και όλοι, εκτός από τη «φοιτητική βιομηχανία» που σκέφτεται με όρους καφετέριας και ενοικιαζόμενων, επιθυμούν ένα άλμα προς τα εμπρός.

Εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να γράψουμε ένα «μάνιουαλ» για να γίνει αυτό εφικτό με τους λιγότερους δυνατόν κραδασμούς.

Αν ρίξετε μια ματιά στις εναλλακτικές προτάσεις που έχουν γίνει από ηγετικά στελέχη ορισμένων ΤΕΙ, θα διαπιστώσετε ότι η «πανεπιστημιοποίηση» που εισηγούνται δεν έχει πραγματικά μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα, παρά μόνο στα λόγια.

Αφήστε που στην πορεία δεν έχουν πρόβλημα με την κατάργηση ορισμένων ΤΕΙ που δεν ανήκουν στο... league τους.

⚫  Στην πρόταση γίνεται αναφορά στην ευρωπαϊκή πολιτική που «παραμένει μεροληπτικά προσανατολισμένη σε δομές μεγάλης και πολύ μεγάλης κλίμακας». Με δεδομένα τα ασφαλώς μικρότερα μεγέθη της ελληνικής έρευνας και την ύπαρξη σταθερών πολιτικών κριτηρίων ως προς τον τρόπο διάθεσης των κοινοτικών κονδυλίων, σε τι βαθμό οι εσωτερικές θεσμικές παρεμβάσεις θα αναβαθμίσουν την έρευνα στην Ελλάδα;

Οι κλίμακες είναι ένας σημαντικός όρος, μέχρι όμως ένα ορισμένο σημείο.

Από εκεί και πέρα, το πράγμα γραφειοκρατικοποιείται και αρχίζει να γίνεται αντιπαραγωγικό. Ενα πρόβλημα με τα προγράμματα ΕΣΠΑ είναι το «υπερκανονιστικό» τους πλαίσιο.

Βέβαια, το πιο προβληματικό σε ό,τι αφορά αυτά τα προγράμματα είναι ότι υπάρχουν παράλογοι περιορισμοί, όπως, για παράδειγμα, η «κλειδωμένη» κατανομή των πόρων κατά γεωγραφική περιοχή.

Σου δίνουν χρήματα για να φτιάξεις ερευνητικές υποδομές σε απομονωμένες περιοχές, όπου όμως δεν υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό.

Την ίδια στιγμή, η Αττική, με τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας, πρέπει να αρκεστεί σε λιγότερο από το 20% του προϋπολογισμού!

Επίσης, στα νέα ΕΣΠΑ δεν προβλέπονται δαπάνες για Ερευνα στις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες, ενώ μπορούν άνετα να χρηματοδοτηθούν ο «ιατρικός τουρισμός» και οι μεγάλες επιχειρήσεις –που δεν μας έχουν συνηθίσει ως τώρα σε σημαντικές επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας.

⚫  Η ερευνητική κοινότητα έχει διαμαρτυρηθεί έντονα για το ισχύον καθεστώς στον χώρο και έχει καταθέσει σχετικές προτάσεις. Η διοίκηση, η εκλογή οργάνων, το καθεστώς απασχόλησης είναι θέματα αιχμής για τους ερευνητές. Το σχέδιο απαντά στις επιφυλάξεις τους;

Οι επιστήμονες που υπηρετούν στα ερευνητικά κέντρα έχουν ένα πάγιο αίτημα: Την ίση μεταχείριση με τους καθηγητές των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ.

Στο μισθολογικό επίπεδο, αυτό είναι εύλογο, αλλά η ρύθμισή του χρειάζεται –όπως με πληροφόρησαν οι ειδικοί– κάποιες συνταγματικές πρόνοιες.

Στο επίπεδο της διοίκησης και της εκλογής οργάνων, οι ερευνητές προτείνουν την επιλογή των προέδρων και των διευθυντών Ινστιτούτων «από τη βάση», όπως στα ΑΕΙ.

Υπήρξαν αποκλίνουσες απόψεις ως προς αυτό στην επιτροπή, γιατί τα ερευνητικά κέντρα έχουν –όπως λέγεται– μιαν ιδιαίτερη αποστολή.

Προσωπικά πιστεύω ότι το ελάχιστο που θα έπρεπε να γίνει άμεσα είναι να θεσμοθετηθεί η Γενική Συνέλευση σε όλα τα ερευνητικά ιδρύματα και να ενταχθούν τα Ινστιτούτα της Ακαδημίας Αθηνών στους φορείς που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας.

Από εκεί και πέρα, μου φαίνεται ότι ένα πιο «συμμετοχικό» μοντέλο διοίκησης είναι πιο κοντά στην εποχή μας και τις ανάγκες της πρωτότυπης έρευνας.

Χρειάζονται πάντως βαλβίδες ασφαλείας, διότι ούτε ο τρόπος που εκλέγονται οι πρυτάνεις, οι πρόεδροι των Τμημάτων και οι κοσμήτορες στα Πανεπιστήμια είναι ο ενδεδειγμένος.

⚫  Πώς σχετίζονται η ερευνητική χρηματοδότηση και τα χρηματοδοτικά εργαλεία με την αναδιαμόρφωση των ΑΕΙ και των ερευνητικών κέντρων;

Είναι πολύ απλό. Για να επιτύχουν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που προτείνονται χωρίς πολλές διοικητικές παρεμβάσεις ή θεσμικό καταναγκασμό, η Πολιτεία θα πρέπει να εισαγάγει καλώς εννοούμενα κίνητρα.

Γιατί να σπεύσει ένας ερευνητής να συνεργασθεί με το Πανεπιστήμιο όταν δεν επαρκεί το διδακτικό προσωπικό; Γιατί να συνεργαστεί με μια πανεπιστημιακή ομάδα εκτός της γεωγραφικής περιοχής του ή με μια νεοφυή επιχείρηση που δεν έχει να του προσφέρει οικονομική υποστήριξη;

Θα πάει αν αυτό συνοδεύεται με μια πριμοδότηση στο ερευνητικό πρόγραμμα που στηρίζει την έρευνά του ή με άλλες «ευκολίες», όπως η δυνατότητα ελεύθερης μεταφοράς κονδυλίων από τα αναλώσιμα στις δαπάνες προσωπικού και αντίστροφα.

Θα πάει αν αυτό επιτρέπει τη συμμετοχή του σε ένα πρότυπο μεταπτυχιακό πρόγραμμα που ενισχύεται σημαντικά από την Πολιτεία.

Θα πάει αν αυτό εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες της επιστημονικής δουλειάς του και αυξάνει τις πιθανότητες μελλοντικών χρηματοδοτήσεων.

Θα πάει, τέλος, αν το επιστημονικό περιβάλλον είναι ελκυστικό, ανοιχτό σε νέες ιδέες και σε επαφή με ερευνητικούς φορείς του εξωτερικού.

Τα ίδια ισχύουν και για τους πανεπιστημιακούς.

Για να υλοποιηθούν όμως όλα αυτά τα ωραία πράγματα με συντεταγμένο τρόπο, πρέπει να υιοθετηθεί η «οριζόντια κινητικότητα» ή η «διπλή ιδιότητα».

Πρέπει οι λεγόμενοι «οδηγοί εφαρμογής» των ερευνητικών προγραμμάτων να είναι εξαιρετικά ευέλικτοι. Πρέπει η χρηματοδότηση της ακαδημαϊκής έρευνας να είναι επαρκής.

Πρέπει να υπάρχει μια ενθάρρυνση σε εκείνους που συνεργάζονται με τα Πανεπιστήμια και μετά προσπαθούν να δημιουργήσουν νεοφυείς επιχειρήσεις έξω από τα «κρατικοδίαιτα» πρότυπα.

Από όλα αυτά προέκυψε η ιδέα για το «Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας», μια ιδέα που προωθεί εντατικά ο αναπληρωτής υπουργός Κώστας Φωτάκης και η ταπεινότητά μου.

⚫  Τι ρόλο θα διαδραματίσουν σε αυτή τη διαδικασία τα αναμορφωμένα μεταπτυχιακά προγράμματα;

Ο ρόλος των μεταπτυχιακών προγραμμάτων είναι καθοριστικός, γιατί εκεί μεταφέρεται με συμπυκνωμένο τρόπο η θεωρητική και η πρακτική εμπειρία των γηραιότερων στους νεότερους.

Ετσι μετατρέπεται ο «ερασιτέχνης» πτυχιούχος σε «δυνάμει επαγγελματία» επιστήμονα. Με τα προγράμματα όμως αυτά έχουμε σήμερα ένα σοβαρό πρόβλημα.

Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει ένα θέμα ακαδημαϊκής φύσεως και τάξεως.

Πολλά προγράμματα δεν είναι επί της ουσίας μεταπτυχιακά με την έννοια που ξέρουμε στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά υποτυπώδη σεμινάρια ειδίκευσης σε «κάτι» –που ορισμένες φορές ταυτίζεται με το υπερεξειδικευμένο ενδιαφέρον του συντονιστή.

Επειτα, επειδή τα δίδακτρα σε ορισμένα προγράμματα είναι απαγορευτικά, ισχύει το «ου παντός πλειν ες Κόρινθον».

Εχουμε δηλαδή μια ταξική μεροληψία που δεν μπορεί να ισχύει μέσα στα πλαίσια του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.

Χρειαζόμαστε πραγματικά μεταπτυχιακά προγράμματα που διδάσκουν την ερευνητική μεθοδολογία και όχι τον «καημό» του ενός και του άλλου.

Χρειαζόμαστε προγράμματα προσιτά σε όλους, με βάση τα εισοδηματικά δεδομένα τους.

Επίσης, χρειαζόμαστε πρότυπα μεταπτυχιακά προγράμματα που συγκροτούνται με σύμπραξη επιμέρους Τμημάτων των Πανεπιστημίων, των ΤΕΙ και των Ερευνητικών Ινστιτούτων.

Αυτά τα δεύτερα μπορεί να λειτουργήσουν ως «φάρος» και ως «οδηγός» για τον ενιαίο χώρο.

Πηγή:https://www.efsyn.gr/arthro/den-ginetai-metarrythmisi-me-epitropes-anoiton

Τομέας Έρευνας & Καινοτομίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων

Αν. Παπανδρέου 37. 151 80 Μαρούσι

ΥΠ.Π.Ε.Θ - Έρευνα & Καινοτομία - copyright © 2018 - Δ/νση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης - Τμήμα Ενημέρωσης του Πολίτη

Πληροφορίες για τον ιστότοπο